- ψευδομάρτυρα
- τά, Α [ψευδομάρτυς, -υρος]τα ψευδομαρτύρια*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδομαρτύρων — ψευδομάρτυρα neut gen pl ψευδομάρτυς false witness masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβανιά — Λέξη αραβικής προέλευσης, που σημαίνει συκοφαντία, ζημιά, βλάβη. Ειδικότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, α. λεγόταν η συκοφαντική καταγγελία προς τα οθωμανικά δικαστήρια, είτε για λόγους εκδίκησης είτε για εκβιασμό. To οθωμανικό ποινικό δίκαιο… … Dictionary of Greek
υποπέμπω — Α [πέμπω] 1. ρίχνω κάτι από πάνω προς τα κάτω 2. στέλνω κάποιον κάπου χωρίς να γίνει αντιληπτός 3. στέλνω κάποιον με δόλιο σκοπό και, κυρίως, για να κατασκοπεύσει 4. εισάγω κάποιον ως ψευδομάρτυρα σε δίκη … Dictionary of Greek